αγριόπαπια

αγριόπαπια
Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1-1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από το πλατύ ράμφος, τη νηκτική μεμβράνη ανάμεσα στα δάχτυλα και το παχύ φτέρωμα που σχηματίζει αδιάβροχο στρώμα. Τα αρσενικά διαφέρουν από τα θηλυκά και ως προς το φτέρωμα, που είναι ιδιαίτερα ωραίο κατά την περίοδο του ζευγαρώματος. Ζουν σε χώρες του βορείου ημισφαιρίου, σε περιοχές όπου υπάρχουν νερά, και κολυμπούν με μεγάλη ευχέρεια. Η βασική τροφή τους περιλαμβάνει μικροοργανισμούς που περιέχονται μέσα στα νερά και τους οποίους συλλαμβάνουν με την τριχωτή γλώσσα τους. Τρέφονται επίσης με σπόρους, φύλλα, βλαστάρια υδρόβιων φυτών, σκουλήκια, μικρά οστρακόδερμα μαλάκια και αμφίβια. Τους φθινοπωρινούς μήνες κάνουν επιδρομές σε καλλιεργημένα χωράφια και τρώνε τα δημητριακά. Οι α. έχουν μεγάλη αντοχή στις μακρινές πτήσεις. Το φθινόπωρο συγκεντρώνονται και πετούν σε μεγάλα σμήνη που έχουν σχήμα Λ, πηγαίνοντας σε θερμότερα κλίματα. Κατά τη διάρκεια των μεταναστευτικών ταξιδιών, πολλές α. εξολοθρεύονται από κυνηγούς. Για τον λόγο αυτό, το κυνήγι της α. ρυθμίζεται τώρα από τις αρμόδιες αρχές, που το επιτρέπουν μόνο σε ορισμένες εποχές και περιοχές. Κοινότερο είδος είναι η νήσσα η βοσκάς ή πλατύρρυγχος,από την οποία προέρχονται όλες σχεδόν οι οικόσιτες ράτσες πάπιας. To σώμα της είναι πλατύ και τα πόδια της κοντά και προς τα πίσω, γι’ αυτό και το περπάτημά της είναι αδέξιο και δίνει την εντύπωση πως θα πέσει στο νερό· όμως κινείται με μεγάλη ευχέρεια: κολυμπάει και βουτάει στον βυθό όπου αναζητεί βατράχια, σαλιγκάρια, σκουλήκια και ψαράκια, με τα οποία τρέφεται. Τα πόδια της, που έχουν πορτοκαλί χρώμα, είναι κατάλληλα για τη ζωή της μέσα στο νερό· τα τρία μπροστινά δάχτυλα είναι ενωμένα με μια μεμβράνη και το τέταρτο, προς τα πίσω, ελεύθερο. Όταν θέλει να κολυμπήσει, τα κινεί από εμπρός προς τα πίσω. Η α. μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στο νερό, γιατί το φτέρωμά της φέρει ένα αδιαπέραστο από το νερό λίπος, το οποίο παράγουν δύο αδένες της ουράς. Η α. σηκώνεται δύσκολα στον αέρα, αλλά όταν σηκωθεί πετάει άνετα, γρήγορα και έχει μεγάλη αντοχή. Το φθινόπωρο μεταναστεύει από τις βόρειες περιοχές της Ευρώπης στις νότιες. Στην Ελλάδα εμφανίζεται τον χειμώνα, σε μεγάλα κοπάδια, σε όλες τις περιοχές όπου υπάρχουν βάλτοι και λίμνες. Την κυνηγούν πάρα πολύ. Την άνοιξη επιστρέφει κατά κοπάδια στη βόρεια Ευρώπη. Οι θηλυκές, που δεν μεταναστεύουν στις βόρειες περιοχές, αποθέτουν τα αβγά τους μέσα στους καλαμιώνες όπου πέρασαν τον χειμώνα. Χαρακτηριστική είναι η διαφορά που έχουν τα πούπουλα και τα φτερά στο αρσενικό και στο θηλυκό. Τo αρσενικό έχει φτέρωμα πράσινο στιλπνό τόσο στο κεφάλι όσο και στον λαιμό, στη βάση του οποίου έχει έναν δακτύλιο από άσπρα πούπουλα. Η κοιλιά του είναι καστανή, η ράχη γκριζόμαυρη, όπως επίσης και οι φτερούγες, που τις διατρέχει μια στιλπνή πρασινογάλαζη λωρίδα. Χαρακτηριστικά του αρσενικού είναι μερικά κατσαρά φτερά στην ουρά. Το θηλυκό είναι μικρότερο από το αρσενικό και το χρώμα του είναι γκρίζο-κοκκινωπό με μαύρα στίγματα. Η α. έχει μικρή ουρά. Το ράμφος της, ίσιο και πλατύ, φέρει στις άκρες κερατοειδείς πλάκες, οι οποίες φιλτράρουν το νερό που μπαίνει στο στόμα της και κρατούν τα μικρά ζώα που περιέχει. Η αγριόπαπια μανδαρίνος, που ζει κυρίως στην Άπω Ανατολή (δενδρονήσσα η περουκοφόρος), είναι περιζήτητη για τον πλούσιο χρωματισμό των φτερών της. Αριστερά το θηλυκό και δεξιά το αρσενικό. Η αγριόπαπια που ζει στην Ευρώπη και την Ασία (νήσσα η κρέκα). Αγριόπαπια που ζει στις αρκτικές περιοχές και έχει εξαιρετικά λεπτό πούπουλο (σωματερία η απαλοτάτη).
* * *
η Ζωολ.
με την κοινή αυτή ονομασία χαρακτηρίζονται διάφορα είδη υδρόβιων πτηνών με θηραματική αξία. Αντιπροσωπευτικός τύπος είναι η κοινή αγριόπαπια (πρασινοκεφαλόπαπια), από την οποία κατάγεται η εξημερωμένη κατοικίδια πάπια ή νήσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγριόπαπια — η πτηνό συγγενικό με την πάπια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения …   Википедия

  • βοσκάς — βοσκάς, η (Α) [βόσκω] 1. αυτή που βόσκει, που τρέφεται 2. ως ουσ. είδος μικρής πάπιας, αγριόπαπια …   Dictionary of Greek

  • γκισάρι — το η αγριόπαπια Νέττη* η ερυθροκέφαλος …   Dictionary of Greek

  • δενδρονήσσα — η μικρόσωμη αγριόπαπια τής Ανατολικής Ασίας …   Dictionary of Greek

  • λοφοπρίστης — ο ζωολ. βλ. αγριόπαπια …   Dictionary of Greek

  • αποδημητικοί οργανισμοί — Οργανισμοί που μετακινούνται εποχιακά από μία περιοχή σε κάποια άλλη, είτε για να αποφύγουν τις δυσάρεστες περιβαλλοντικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν είτε για να μεταφερθούν σε περιοχές με καλύτερες διατροφικές συνθήκες και πιο κατάλληλες για τα …   Dictionary of Greek

  • Διαμαντόπουλος, Βασίλης — (Πειραιάς 1920 – Αθήνα 2000). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στις δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1942 στην Αγριόπαπια του Ίψεν με τον Κάρολο Κουν και μέχρι το… …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης, Λυκούργος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1914 –).Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος του σοσιαλιστή ηγέτη Σταύρου Καλλέργη (βλ. λ.), σπούδασε στη δραματική σχολή των Καρόλου Κουν Διονύση Δεβάρη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1934,… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπροπούλου, Καίτη — (Κωνσταντινούπολη 1919 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και στο Ελληνικό Ωδείο. Από την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο με την Αγριόπαπια (1942) απέσπασε την προσοχή κοινού και κριτικών. Στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”